- βριονία
- (bryonia). Γένος δικοτυλήδονων πολυετών, ποωδών φυτών της οικογένειας των κουκουρβιτιδών ή κολοκυνθιδών. Έχει έρποντα ή αναρριχώμενο βλαστό, κονδυλώδη ρίζα, παλαμοειδή ή καρδιοειδή φύλλα και μονογενή άνθη, μόνοικα ή δίοικα. Είναι ιθαγενές της Ευρώπης και της δυτικής Ασίας. Περιλαμβάνει 12 είδη, από τα οποία τέσσερα φυτρώνουν και στην Ελλάδα. Από αυτά, το κυριότερο είναι η β. η δίοικος, γνωστό με τα ονόματα αγριοκολοκύθα, αγριόκλημα και αμπελουρίδα. Ο λεπτός και γωνιώδης βλαστός του αναρριχάται με τη βοήθεια ελίκων πάνω σε φράχτες και θάμνους. Έχει έμμισχα και καρδιοειδή φύλλα, με τριχωτά χείλη, άρρενα ή θήλεα άνθη, σε διαφορετικά φυτά, μικρά και ωχρόλευκα. Οι καρποί του είναι σφαιρικές ράγες, στο μέγεθος του μπιζελιού, αρχικά πράσινες και αργότερα πορφυρές, σε σταφυλόμορφες ταξικαρπίες. Ολόκληρο το φυτό και ιδιαίτερα η ρίζα είναι δηλητηριώδης, επειδή περιέχει γλυκοζίτη. Από την ώριμη β. χρησιμοποιείται για φαρμακευτικούς σκοπούς η κυλινδρική, σαρκώδης και γαλακτώδης ρίζα της. Τα άλλα είδη β. που φύονται στην Ελλάδα είναι η β. η σικελική, η β. η κρητική και η β. η λευκή. Το τελευταίο αυτό είδος είναι σπάνιο στην ελληνική χλωρίδα και βρέθηκε σε θάμνους και φράχτες της Μακεδονίας και της Θράκης. Το φυτό αυτό είναι μόνοικο, δηλαδή τα μονογενή άνθη του βρίσκονται στο ίδιο φυτό και οι καρποί του είναι μελανές ράγες.
Άνθη βριονίας.
Dictionary of Greek. 2013.